σκυλόψαρο

σκυλόψαρο
Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται -αλλά δεν είναι κοινό - σε όλες τις θερμές θάλασσες και σπανιότερα στις εύκρατες, μπορεί να φτάσει σε μήκος 12 μ. και βάρος 3000 κιλά. Το μεγάλο στόμα είναι εφοδιασμένο, σε κάθε γνάθο, με ισχυρά τριγωνικά δόντια, ύψους ως 7,5 εκ. με άκρα πολύ μυτερά και ελαφρά πριονωτά. Το τρομερό αδηφάγο αυτό σ. τρέφεται με ψάρια, πτερυγιόποδα, μικρά κητοειδή και επιτίθεται και εναντίον του ανθρώπου. Όπως και οι άλλοι Ισουρίδες, είναι ζωοτόκος χωρίς πλακούντα· σε κάθε τοκετό γεννιούνται κατ’ ανώτατο όριο, δέκα μικρά, μήκους 60 περίπου εκ. Ένα άλλο φοβερό σ. είναι ο καρχαρίας ο γλαυκός (prionace glauca), της οικογένειας των Καρχαρινιδών: το ψάρι αυτό, που έχει μήκος ως 6 μ., είναι περιζήτητο για το δέρμα του από το οποίο μπορεί να κατασκευαστούν ωραία δερμάτινα είδη και για το συκώτι του, πλούσιο σε λάδι. Επικίνδυνος επίσης για τον άνθρωπο είναι ο σκουάλος ο τίγρις (galeocerdo arcticus), κι αυτός της οικογένειας των Καρχαρινιδών: έχει μέσο μήκος 4 - 5 μ., αλλά μερικά μπορούν να ξεπεράσουν τα 8 μ. Τα θηλυκά των δύο τελευταίων αυτών σ. είναι πολύ πιο γόνιμα από τα θηλυκά του λευκού σκουάλου. Ο γλαυκός καρχαρίας, το τυπικό σκυλόψαρο: ταχύτατο και αδηφάγο, περιζήτητο όμως και για το δέρμα του, φτάνει τα έξι μέτρα.
* * *
το, Ν
1. γενική κοινή ονομασία πολλών πλευροτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, κυρίως τών μικρότερων σε μέγεθος μορφών, και ιδίως τών ειδών Scyliorhinus canicula, τού μικρού σκυλόψαρου, και το Scyliorhinus stellaris, τού μεγάλου σκυλόψαρου, γνωστών και με τις ονομασίες σκύλος, γάτος, γατάκι, σκυλί, σκυλάκι κ.ά.
2. ο καρχαρίας
3. μτφ. κεφαλαιοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ψάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκυλόψαρο — το είδος ψαριού, καρχαρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεπού τής θάλασσας — Σκυλόψαρο της οικογένειας των ισουριδών ή λαμνιδών, της υπόταξης των γαλεοειδών (υφομοταξία σελάχιοι). Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον επάνω λοβό του ουραίου πτερύγιου. Το συνολικό του μήκος είναι κατά μέσο όρο 2,5 μ., μπορεί όμως να φτάσει και… …   Dictionary of Greek

  • λούτσος — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γάτος ή σκύλος — Ψάρι γνωστό με την επιστημονική ονομασία σκυλόρρινος το κυνάριο. Ανήκει στην οικογένεια των σκυλιορρινιδών. Είναι αδηφάγο σκυλόψαρο, με μέσο μήκος 80 εκ., πολύ διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Το σώμα του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Головастые акулы — Головастые акулы …   Википедия

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • ρινοβατίδες — (Rhinobatidae). Οικογένεια σελαχίων ψαριών της τάξης των υποτρηματικών της υπόταξης των βατιδοειδών. Είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία «βιολί» ή «κιθάρα της θάλασσας», που οφείλεται στο σχήμα τους. Έχουν μήκος μέχρι 3 μ. και ζουν κοντά στις… …   Dictionary of Greek

  • σκουατίνα — (squatina squatina). Γένος ψαριών της οικογένειας των Σκουατινίδων. Τα ψάρια αυτά ζουν στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, σε μέτρια βάθη. Ψαρεύεται συχνά στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστό και με τα ονόματα αγγελόψαρο. Το σώμα του είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκυλιόρρινος — ο, Ν ζωολ. γένος σελάχιων πλευροτρηματικών ιχθύων, σκυλόψαρων τής οικογένειας σκυλιορρινίδες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες σκύλος, σκυλάκι, γάτος ή γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scyliorhinus < σκύλιον «σκυλόψαρο» + ῥίς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”